Up: Appendix: List of Verbs Previous: Verbs beginning with ο Next: Verbs beginning with ρ
παίζω (παιδ-, παιγ-) sport: ἔπαισα, πέπαικα, πέπαισμαι, παιστέος. Att. fut. prob. παίσομαι (806). παιξοῦμαι in Xen. S. 9. 2 is used by a Syracusan. (Attic) LSJ
παίω (παι-, παιε-) strike: παίσω and παιήσω Aristoph., ἔπαισα, ὑπερ-πέπαικα; for ἐπαίσθην Aesch. (489 e), Att. usu. has ἐπλήγην, as πέπληγμαι for πέπαικα. (Attic) LSJ
παλαίω wrestle: ἐπάλαισα, ἐπαλαίσθην Eur. (489 e), παλαίσω Epic, δυσ-πάλαιστος Aesch. (Attic) LSJ
πάλλω (παλ-) shake, brandish: ἔπηλα, πέπαλμαι. Hom. has 2 aor. redupl. ἀμ-πεπαλών and 2 aor. mid. (ἔ)παλτο. Epic and poetic. (III.) LSJ
πάομαι (πα-) acquire, become master = κτάομαι; pres. not used: πά̄σομαι, ἐπᾱσάμην, πέπᾱμαι. Doric verb, used in poetry and in Xen. Distinguish πά̆σομαι, ἐπᾰσάμην from πατέομαι eat. (Attic) LSJ
παρα-νομέω transgress the law augments παρ-ενομ- rather than παρ-ηνομ- though the latter has support (T. 3. 67. 5), perf. παρα-νενόμηκα. See 454. (Attic) LSJ
παρ-οινέω insult (as a drunken man): ἐπαρ-ῴνουν, ἐπαρ-ῴνησα, πεπαρ-ῴνηκα, ἐπαρ-ῳνήθην (best MS. παρῳνήθην D. 22. 63). See 454. (Attic) LSJ
πάσχω suffer (πενθ-, πονθ-, παθ-) for π(ε)ṇθ-σκω (36 b, 526 d): πείσομαι (806) for πενθ-σομαι, 2 aor. ἔπαθον, 2 perf. πέπονθα (Hom. πέποσθε or πέπασθε 573, 705 and fem. part. πεπαθυῖα); Doric πέποσχα. (V. VI.) (Attic) LSJ
πατάσσω strike: pres. and imperf. Epic (for which Att. has τύπτω and παίω), πατάξω, ἐπάταξα, ἐκ-πεπάταγμαι Hom. (Att. πέπληγμαι), ἐπατάχθην late (Att. ἐπλήγην). (III.) (Attic) LSJ
πατέομαι (πατ-, πατε-) eat, taste: πά̆σομαι (?) Aesch., ἐπᾰσ(σ)άμην Hom., plup. πεπάσμην Hom., ἄ-παστος Hom. Mainly Epic, also New Ion. LSJ
πάττω (πατ-, 515 a) sprinkle: usu. in comp. W. ἐν, ἐπί, κατά: πάσω, -έπασα, -επάσθην, παστέος. Hom. has only pres. and imperf. Often in comedy. (III.) (Attic) LSJ
παύω stop, cause to cease: παύσω, ἔπαυσα, πέπαυκα, πέπαυμαι, ἐπαύθην, παυθήσομαι, fut. perf. πεπαύσομαι (581), ἄ-παυστος, παυστέος. Mid. παύομαι cease: παύσομαι, ἐπαυσάμην. In Hdt. MSS. have ἐπαύθην and ἐπαύσθην. (Attic) LSJ
πείθω (πειθ-, ποιθ-, πιθ-) persuade: πείσω, ἔπεισα, πέπαικα, 2 perf. πέποιθα trust, πέπεισμαι, ἐπείσθην, πεισθήσομαι, πιστός, πειστέος. Mid. πείθομαι believe, obey: πείσομαι. 2 aor. ἔπιθον and ἐπιθόμην poetic; redupl. 2 aor. πέπιθον Epic, 448 D. (πεπίθω, -οιμι); 2 plup. 1 pl. ἐπέπιθμεν (573) for ἐπεποίθαμεν; 2 perf. imper. πέπεισθι Aesch. Eum. 599 (πέπισθι?). From πιθε- come Hom. πιθήσω shall obey, πεπιθήσω shall persuade, πιθήσᾱς trusting. (Attic) LSJ
πεινάω (πεινα-, πεινη-) hunger (for contraction in pres. see 394, 641): πεινήσω, ἐπείνησα, πεπαίνηκα. Inf. pres. πεινήμεναι Hom. (Attic) LSJ
πείρω (περ-, παρ-) pierce, Epic in pres.: ἔπειρα, πέπαρμαι, 2 aor. pass. ἀν-επάρην Hdt. Ion. and poetic. (III.) LSJ
πεκτ-έ-ω (πεκ-, πεκτ-ε-, 485) comb, shear = Epic pres. πείκω: ἔπεξα Theocr., ἐπεξάμην Hom., ἐπέχθην Aristoph. For comb Att. usu. has κτενίζω, ξαίνω; for shear κείρω. (Attic) LSJ
πελάζω (πέλας near) bring near, approach: πελάσω and Att. πελῶ (538), ἐπέλασα (Epic also ἐπέλασσα, and mid. ἐπελασάμην), πέπλημαι Epic, ἐπελάσθην Epic (ἐπλά̄θην in tragedy), 2 aor. mid. ἐπλήμην approached Epic (688), v. a. πλαστός. Poetic and Ion. Kindred are πελάω (πελα-, πλα-) poetic, πελάθω and πλά̄θω dramatic, πίλναμαι and πιλνάω Epic. Prose πλησιάζω (cp. πλησίον). 512. (III.) (Attic) LSJ
πέλω and πέλομαι (πελ-, πλ-) am (orig. turn, move myself): ἔπελον and ἐπελόμην, 2 aor. ἔπλε, ἔπλετο, -πλόμενος. Poetic. LSJ
πέμπω (πεμπ-, πομπ-) send: πέμψω, ἔπεμψα, 2 perf. πέπομφα, πέπεμμαι, ἐπέμφθην, πεμφθήσομαι, πεμπτός, πεμπτέος. (Attic) LSJ
πεπαίνω (πεπαν-) make soft or ripe: ἐπέπᾱνα (544 a), ἐπεπάνθην, πεπανθήσομαι; perf. inf. πεπάνθαι Aristotle. (III.) (Attic) LSJ
πεπορεῖν or πεπαρεῖν show: see πορ-. LSJ
πέπρωται it is fated: see πορ-. LSJ
περαίνω (περαν-, cp. πέρας end) accomplish: περανῶ, ἐπέρᾱνα, πεπέρασμαι (489 h), ἐπεράνθην, ἀ-πέραντος, δια-περαντέος. (III.) (Attic) LSJ
πέρδομαι (περδ-, πορδ-, παρδ-) = Lat. pedo: ἀπο-παρδήσομαι, 2 aor. ἀπ-έπαρδον, 2 perf. πέπορδα. (Attic) LSJ
πέρθω (περθ-, πραθ-) sack, destroy: πέρσω, ἔπερσα, 2 aor. ἔπραθον, and ἐπραθόμην (as pass.). Inf. πέρθαι for περθ-σθαι (688). πέρσομαι is pass. in Hom. Poetic for prose πορθέω. (Attic) LSJ
πέρ-νημι sell, mid. πέρναμαι: fut. περάω, aor. ἐπεράσ(σ)α, perf. mid. part. πεπερημένος. Poetic, mainly Epic, for πωλέω or ἀποδίδομαι. Akin to περάω (cp. πέρᾱν) go over, cross (περά̄σω, etc.); cp. πιπρά̄σκω. (IV.) (Attic) LSJ
πέταμαι fly: see πέτομαι. (Attic) LSJ
πετάν-νῡμι (πετα-, πτα-, 729) and πεταννύω (rare) expand, in prose usu. comp. w. ἀνά: -πετῶ (539), -επέτασα, -πέπταμαι. Fut. ἐκ-πετάσω Eur., perf. mid. πεπέτασμαι poetic (489 g), aor. pass. πετάσθην Hom. (489 e). By-forms: poetic πίτνημι and πιτνάω (only pres. and imperf.). (IV.) (Attic) LSJ
πέτομαι (πετ-, πετε-, πτ-) fly, in prose usu. comp. W. ἀνά, ἐξ: -πτήσομαι (Aristoph. also πετήσομαι), 2 aor. -επτόμην. Kindred is poetic πέταμαι: 2 aor. ἔπτην (poetic) and ἐπτάμην, inflected like ἐπριάμην (ἐπτάμην is often changed to ἐπτόμην), 687. Poetic forms are ποτάομαι and ποτέομαι (πεπότημαι, ἐποτήθην, ποτητός); πωτάομαι is Epic. ἵπταμαι is late. (Attic) LSJ
πέττω (πεκ-, πεπ-, 513 a) cook: πέψω, ἔπεψα, πέπεμμαι, ἐπέφθην, πεπτός. (III.) (Attic) LSJ
πεύθομαι (πευθ-, πυθ-) learn, poetic for πυνθάνομαι. (Attic) LSJ
πέφνον slew: see φεν-. LSJ
πήγ-νῡμι (πηγ-, παγ-) fix, make fast: πήξω, ἔπηξα, 2 perf. πέπηγα am fixed, 2 aor. pass. ἐπάγην intrans., 2 fut. pass. παγήσομαι. Epic 2 aor. 3 s. κατέπηκτο stuck (athematic, 736 D.), ἐπηξάμην poetic and Ion., ἐπήχθην and πηκτός poetic. πηγνύω rare (Hdt., Xen.). πηγνῦτο (Plato, Ph. 118 a) pres. opt. for πηγνυ-ι-το (some MSS. πηγνύοιτο); cp. 819. (IV.) (Attic) LSJ
πηδάω leap, often comp. W. ἀνά, εἰς, ἐξ, ἐπί: -πηδήσομαι (806), -επήδησα, -πεπήδηκα. (Attic) LSJ
πῑαίνω (πῑαν-) fatten: πῑανῶ, ἐπί̄ᾱνα, κατα-πεπί̄ασμαι (489 h). Mostly poetic and Ion. (IV.) (Attic) LSJ
πίλ-νημι, πίλ-ναμαι, πιλ-νάω, approach: see πελάζω. LSJ
πί-μ-πλη-μι (πλη-, πλα-, 741; W. μ inserted) fill. In prose comp. W. ἐν (727): ἐμ-πλήσω, ἐν-έπλησα, ἐμ-πέπληκα, ἐμ-πέπλησμαι (489 c), ἐν-επλήσθην, ἐμπλησθήσομαι, ἐμ-πληστέος. 2 aor. mid. athematic ἐπλήμην (poetic): πλῆτο and πλῆντο Epic, ἐν-έπλητο Aristoph., opt. ἐμ-πλῄμην Aristoph., imper. ἔμπλησο Aristoph. By-forms: πιμπλάνομαι Hom., πλήθω am full poetic (2 perf. πέπληθα) except in πλήθουσα ἀγορά̄, πληθύω abound, πληθύ̄νομαι Aesch., πληρόω. (Attic) LSJ
πί-μ-πρη-μι (πρη-, πρα-, W. μ inserted) burn. In prose usu. comp. W. ἐν (cp. 727): -πρήσω, -έπρησα, -πέπρημαι, -επρήσθην (489 e). Hdt. has ἐμ-πέπρησμαι, and ἐμ-πρήσομαι (as pass.) or ἐμ-πεπρήσομαι (6. 9). πέπρησμαι Hdt., Aristotle. By-form ἐμ-πρήθω Hom. (Attic) LSJ
πινύ-σκω (πινυ-) make wise: ἐπίνυσσα. Poetic. (V.) LSJ
πί̄νω (πι-, πο-, πω-) drink often comp. W. ἐξ or κατά: fut. πί̄ομαι 806 (usu. ῑ after Hom., 541) and (rarely) πιοῦμαι, 2 aor. ἔπιον 548 a (imper. πῖθι, 687), πέπωκα, -πέπομαι, -επόθην, -ποθήσομαι, ποτός, ποτέος, πιστός poetic. Aeolic πώνω. 529. (IV. VI.) (Attic) LSJ
πι-πί̄-σκω (πῑ-) give to drink: πί̄σω, ἔπῑσα. Poetic and New Ion. Cp. πί̄νω. 819. (V.) (Attic) LSJ
πι-πρά̄-σκω (πρᾱ-) sell, pres. rare = Att. πωλέω, ἀποδίδομαι: πέπρᾱκα, πέπρᾱμαι, ἐπρά̄θην, fut. perf. πεπρά̄σομαι, πρᾱτός, -τέος. In Att. πωλήσω, ἀποδώσομαι, ἀπεδόμην are used for fut. and aor. (V.) (Attic) LSJ
πί̄-πτω (πετ-, πτ-, 36, πτω-) fall for πι-π(ε)τ-ω: πεσοῦμαι (540 c, 806), 2 aor. ἔπεσον (540 c), πέπτωκα. Fut. πεσέομαι Ion., 2 aor. ἔπετον Doric and Aeolic, 2 perf. part. πεπτώς Soph., πεπτηώς and πεπτεώς Hom. (Attic) LSJ
πίτ-νημι and πιτ-νάω spread out: poetic for πετάννῡμι. (IV.) (Attic) LSJ
πίτ-νω fall: poetic for πί̄πτω. (IV.) (Attic) LSJ
πλάζω (πλαγγ-, 510) cause to wander: ἔπλαγξα. Mid. πλάζομαι wander: πλάγξομαι, ἐπλάγχθην wandered, πλαγκτός. Poetic. (III.) LSJ
πλά̄θω: dramatic for πελάζω, πλησιάζω. (Attic) LSJ
πλάττω (πλατ-, 515 a) mould, form: ἔπλασα, πέπλασμαι, ἐπλάσθην, πλαστός. Fut. ἀνα-πλάσω Ion. (III.) (Attic) LSJ
πλέκω (πλεκ-, πλοκ-, πλακ-) weave, braid: ἔπλεξα, πέπλεγμαι, ἐπλέχθην rare, 2 aor. pass. -επλάκην (ἐν, σύν), 2 perf. ἐμ-πέπλοχα Hippocr., probably Att., and ἐμ-πέπλεχα Hippocr., fut. pass. ἐμ-πλεχθήσομαι Aesch., πλεκτός Aesch. (Attic) LSJ
πλέω (πλευ-, πλεϝ-, πλυ-, 503, 607) sail (on the contraction see 397): πλεύσομαι or πλευσοῦμαι (540, 806), ἔπλευσα, πέπλευκα, πέπλευσμαι (489 d), πλευστέος. ἐπλεύσθην is late. Epic is also πλείω, Ion. and poetic πλώω: πλώσομαι, ἔπλωσα, 2 aor. ἔπλων (Epic, 688), πέπλωκα, πλωτός. Att. by-form πλῴζω. (Attic) LSJ
πλήττω (πληγ-, πλαγ-) strike, in prose often comp. W. ἐξ, ἐπί, κατά: -πλήξω, -έπληξα, 2 perf. πέπληγα, πέπληγμαι, 2 aor. pass. ἐπλήγην, but in comp. always -επλάγην (ἐξ, κατά), 2 fut. pass. πληγήσομαι and ἐκ-πλαγήσομαι, fut. perf. πεπλήξομαι, κατα-πληκτέος. 2 aor. redupl. (ἐ)πέπληγον Hom., mid. πεπλήγετο Hom., ἐπλήχθην poetic and rare, -επλήγην Hom. Thuc. 4. 125 has ἐκ-πλήγνυσθαι (πλήγνῡμι). In pres., imperf., fut., and aor. act. Att. uses τύπτω, παίω for the simple verb, but allows the compounds ἐκπλήττω, ἐπιπλήττω. In the perf. and pass. the simple verb is used. (III.) (Attic) LSJ
πλύ̄νω (πλυν-) wash: πλυνῶ, ἔπλῡνα, πέπλυμαι (491), ἐπλύθην Ion. (prob. also Att.), πλυτέος, πλυτός Ion. Fut. mid. ἐκ-πλυνοῦμαι as pass. (808). (III.) (Attic) LSJ
πλώω sail: see πλέω. (Attic) LSJ
πνέω (πνευ-, πνεϝ-, πνυ-, 503, 607) breathe, blow, often comp. W. ἀνά, ἐν, ἐξ, ἐπί, σύν: πνευσοῦμαι (540) and -πνεύσομαι (806), ἔπνευσα, -πέπνευκα. Epic also πνείω. From ἀνα-πνέω take breath: 2 aor. imper. ἄμ-πνυε X 222. See πνῡ-. (Attic) LSJ
πνί̄γω (πνῑγ-, πνιγ-) choke, usu. comp. W. ἀπό: -πνίξω (147 c), -έπνιξα, πέπνῑγμαι, -επνίγην, -πνιγήσομαι. (Attic) LSJ
πνῡ- to be vigorous in mind or in body: Epic forms ἄμ-πνῡτο, ἀμ-πνύ̄θην (v. l. -πνύνθην), πέπνῡμαι am wise, πεπνῡμένος wise, plup. πέπνῡσο. Often referred to πνέω or πινύσκω. (Attic) LSJ
ποθέω desire, miss: ποθήσω or ποθέσομαι (806), ἐπόθησα or ἐπόθεσα (488 b). All other forms are late. (Attic) LSJ
πονέω labour, in early Greek πονέομαι: regular, but πονέσω and ἐπόνεσα in MSS. of Hippocr.; Doric πονάω. (Attic) LSJ
πορ- (and πρω-) give, allot: 2 aor. ἔπορον poetic, 2 aor. inf. πεπορεῖν (in some MSS. πεπαρεῖν) Pind. to show, perf. pass. πέπρωται it is fated, ἡ πεπρωμένη (αἶσα) fate. Poetic. LSJ
πρά̄ττω (πρᾱγ-) do: πρά̄ξω, ἔπρᾱξα, 2 perf. πέπρᾱχα (prob. late) have done, πέπρᾱγα have fared (well or ill) and also have done, πέπρᾱγμαι, ἐπρά̄χθην, fut. pass. πρᾱχθήσομαι, fut. perf. πεπρά̄ξομαι, πρᾱκτέος. Fut. mid. πρά̄ξομαι is rarely pass. (809). Ion. πρήσσω, πρήξω, etc. (III.) (Attic) LSJ
πρᾱΰ̄νω (πρᾱϋν-) soothe: ἐπρά̄ϋ̄να, ἐπρᾱΰνθην. (III.) (Attic) LSJ
πρέπω am conspicuous: πρέψω poetic. Impersonal πρέπει, πρέψει, ἔπρεψε. (Attic) LSJ
πρια- buy, only 2 aor. mid. ἐπριάμην (p. 138). Other tenses from ὠνέομαι. (Attic) LSJ
πρί̄ω saw: ἔπρῑσα, πέπρῑσμαι (489 c), ἐπρί̄σθην (Attic) LSJ
προΐσσομαι (προϊκ-, cp. προίξ gift): pres. in simple only in Archilochus: fut. κατα-προίξομαι Aristoph. (Ion. καταπροΐξομαι). (III.) LSJ
πταίω stumble: πταίσω, ἔπταισα, ἔπταικα, ἄ-πταιστος. (Attic) LSJ
πτάρ-νυμαι (πταρ-) sneeze: 2 aor. ἔπταρον; 1 aor. ἔπταρα and 2 aor. pass. ἐπτάρην Aristotle. (IV.) (Attic) LSJ
πτήσσω (πτηκ-, πτακ-) cower: ἔπτηξα, ἔπτηχα; 2 aor. part. κατα-πτακών Aesch. From πτα- Hom. has 2 aor. dual κατα-πτήτην (688) and 2 perf. part. πεπτηώς. Ion. and poetic also πτώσσω (πτωκ-). (III.) (Attic) LSJ
πτίττω (πτισ-) pound: ἔπτισα Hdt., περι-έπτισμαι Aristoph., περι-επτίσθην late Att. (489 c). Not found in classic prose. (III.) (Attic) LSJ
πτύσσω (πτυχ-) fold usu. comp. in prose W. ἀνά, περί: -πτύξω, -έπτυξα, -έπτυγμαι, -επτύχθην, 2 aor. pass. -επτύγην Hippocr., πτυκτός Ion. (III.) (Attic) LSJ
πτύ̄ω (πτυ-, πτῡ-) spit: κατ-έπτυσα, κατά-πτυστος. Hippocr. has πτύσω, ἐπτύσθην. (Attic) LSJ
πυ-ν-θ-άνομαι (πευθ-, πυθ-) learn, inquire: πεύσομαι (for πευθσομαι), πευσοῦμαι A. Prom. 990, 2 aor. ἐπυθόμην, πέπυσμαι, πευστέος, ἀνά-πυστος Hom. Hom. has 2 aor. opt. redupl. πεπύθοιτο. πεύθομαι is poetic. (IV.) (Attic) LSJ