Verbs beginning with κ

Up: Appendix: List of Verbs Previous: Verbs beginning with ι Next: Verbs beginning with λ

καδ- (καδε-) in Hom. κεκαδών depriving, κεκαδήσω shall deprive. Not the same as καδ-(κήδω). κεκαδόμην withdrew may be from χάζω. LSJ

καθαίρω (καθαρ-) purify: καθαρῶ, ἐκάθηρα (and ἐκάθᾱρα?), κεκάθαρμαι, ἐκαθάρθην, καθαρτέος Hippocr. (III.) (Attic) LSJ

καθέζομαι: see ἕζομαι. (Attic) LSJ

καθεύδω sleep: see εὕδω. (Attic) LSJ

κάθημαι: see 790. (Attic) LSJ

καθίζω set, sit: imperf. ἐκάθιζον (450), fut. καθιῶ (539), aor. ἐκάθισα or καθῖσα. Mid. καθίζομαι sit: ἐκαθιζόμην, καθιζήσομαι (521), ἐκαθισάμην. Hom. has imperf. κάθιζον or καθῖζον, aor. καθεῖσα and κάθισα, Hdt. κατεῖσα. See ἵζω, ἕζομαι. (IV.) (Attic) LSJ

καί-νυμαι excel: perf. κέκασμαι (κεκαδμένος Pind.). Poetic. (IV.) LSJ

καίνω (καν-, κον-) kill: κανῶ, 2 aor. ἔκανον, 2 perf. κέκονα (κατα-κεκονότες Xen.). Poetic. (III.) LSJ

καίω (for καιϝω from καϝ-[ιγλιδε]ω; καν-, καϝ-, και-) and κά̄ω (uncontracted, 396) burn, often W. ἐν, κατά: καύσω, ἕκανσα, -κέκαυκα, κέκαυμαι, ἐκαύθην, -καυθήσομαι, -καυτός. 2 aor. ἔκηα Epic, poetic (part. κήᾱς Epic, κέᾱς Att.), 2 aor. pass. ἐκάην burned (intrans.) Epic and Ion. The MSS. show καίω in tragedy, Thuc., and in Xen. usu., κά̄ω in Aristoph., Isocr., Plato. 520. (III.) (Attic) LSJ

καλέω (καλε-, κλη-) call: καλῶ (539 a), ἐκάλεσα, κέκληκα, κέκλημαι am called (opt. 711 c), ἐκλήθην, fut. pass. κληθήσομαι (καλοῦμαι S. El. 971), fut. perf. κεκλήσομαι shall bear the name, κλητός, -τέος. Aeolic pres. κάλημι, Epic inf. καλήμεναι; fut. καλέώ Hom., καλέσω Aristotle, aor. ἐκάλεσσα Hom. Iterative καλέεσκον, καλέσκετο. Epic pres. κι-κλή-σκω. (Attic) LSJ

καλύπ-τω (καλυβ-) cover (in prose usu. in comp. W. ἀπό, ἐν, etc.): καλύψω, ἐκάλυψα, κεκάλυμμαι, ἐκαλύφθην, καλυπτός, συγ-καλυπτέος poetic. (II.) (Attic) LSJ

κάμ-νω (καμ-, κμη-) labor, am weary or sick: καμοῦμαι (806), 2 aor. ἔκαμον, κέκμηκα, ἀπο-κμητέος. Epic 2 aor. subj. also κεκάμω, 2 aor. mid. ἐκαμόμην, 2 perf. part. κεκμηώς. (IV.) (Attic) LSJ

κάμπ-τω (καμπ-) bend: κάμψω, ἔκαμψα, κέκαμμαι, ἐκάμφθην, καμπτός. (II.) (Attic) LSJ

κατηγορέω accuse: regular. For augment, see 454. (Attic) LSJ

καφ-ε- pant, in Epic 2 perf. part. κεκαφηώς. LSJ

κεδάν-νῡμι: see σκεδάννῡμι. (Attic) LSJ

κεῖ-μαι lie: κείσομαι. See 791. (Attic) LSJ

κείρω (κερ-, καρ-) whear: κερῶ, ἔκειρα, κέκαρμαι, ἀπο-καρτέος Comic. Epic aor. ἔκερσα (544 b), aor. pass. ἐκέρθην Pind., 2 aor. pass. ἐκάρην (Hdt.) prob. Att. (III.) (Attic) LSJ

κείω split: Epic κείων ξ 425. LSJ

κείω and κέω wish to lie down. Epic. Cp. κεῖμαι. (Attic) LSJ

κελαδέω roar: κελαδήσω, κελάδησα. By-form Hom. κελάδω in pres. part. Epic and Lyric. LSJ

κελεύω command: κελεύσω, ἐκέλευσα, κεκέλευκα, κεκέλευσμαι (489 c), ἐκελεύσθην, παρα-κελευστός, δια-κελευστέος. (Attic) LSJ

κέλλω (κελ-) land: κέλσω (536), ἔκελσα. Poetic = Att. ὀκέλλω. (III.) (Attic) LSJ

κέλομαι (κελ-, κελε-, κλ-) command: κελήσομαι, ἐκελησάμην, 2 aor. ἐκεκλόμην (448 D., 549 D.). Poetic = Att. κελεύω. (Attic) LSJ

κεντέω (κεντ-, κεντε-, 485) goad: κεντήσω, ἐκέντησα, κεκέντημαι Hippocr., ἐκεντήθην late Att., συγ-κεντηθήσομαι Hdt., κεστός Hom., aor. inf. κένσαι Hom. for κεντσαι. Poetic and New Ion. LSJ

κεράν-νῡμι and κεραν-νύω (κερᾱ, κρᾱ-) mix: ἐκέρασα, κέκρᾱμαι, ἐκρά̄θην and ἐκεράσθην (489 g), κρᾱτέος. Ion. are ἔκρησα (ἐκέρασσα poetic), κέκρημαι, ἐκρήθην. By-forms κεράω and κεραίω, and κίρνημι and κιρνάω. (IV.) (Attic) LSJ

κερδαίνω (κερδ-, κερδε-, κερδαν-) gain: κερδανῶ, ἐκέρδᾱνα (544 a), προσ-κεκέρδηκα. Hdt. has fut. κερδήσομαι, aor. ἐκέρδηνα and ἐκέρδησα (523 h). (III. IV.) (Attic) LSJ

κεύθω (κενθ-, κυθ-) hide: κεύσω, ἔκευσα, Epic 2 aor. ἔκυθον and redupl. 2 aor. in subj. κεκύθω, 2 perf. κέκευθα as pres. (in Trag. also am hidden, and so κεύθω in trag.). Epic by-form κενθάνω. Poetic. LSJ

κήδω (κηδ-, κηδε-, καδ-) distress: κηδήσω, ἐκήδησα, 2 perf. κέκηδα as pres., sorrow. Poetic. Mid. κήδομαι am concerned: κεκαδήσομαι Hom., ἐκηδεσάμην Aesch. (Attic) LSJ

κηρύ̄ττω (κηρῡκ-) proclaim: κηρύξω (147 c), ἐκήρυξα, ἐπι-κεκήρῡχα, κεκήρῡγμαι, ἐκηρύ̄χθην, fut. pass. κηρῡχθήσομαι and (Eur.) κηρύξομαι (809). (III.) (Attic) LSJ

κι-γ-χ-άνω (κιχ-, κιχε-), Epic κιχά̄νω, come upon, reach, find: κιχήσομαι (806), 2 aor. ἔκιχον, Epic ἐκιχησάμην, ἀ-κίχητος. Hom. has 2 aor. pass. ἐκίχην as intrans.: κιχήω (MSS. -είω), κιχείην, κιχῆναι and κ·ιχήμεναι, κιχείς and (mid.) κιχήμενος. These forms may come from a pres. κίχημι (688), but they all have aoristic force. Poetic. (IV.) LSJ

κίδ-νημι: see σκεδάννῡμι. (IV.) (Attic) LSJ

κί̄-νυμαι move myself. Pres. and imperf. Epic. Att. κῑνέω. (IV.) (Attic) LSJ

κίρ-νημι and κιρνώω Epic: see κεράννῡμι. (Attic) LSJ

κί-χρη-μι (χρη-, χρα-) lend: ἔχρησα, κέχρηκα, κέχρημαι. Fut. χρήσω Hdt., probably also Att. Mid. borrow: ἐχρησάμην. (Attic) LSJ

κλάζω (κλαγγ-, κλαγ-, 510) resound, clang: κλάγξω, ἔκλαγξα, 2 aor. ἔκλαγον, 2 perf. κέκλαγγα as pres., fut. perf. κεκλάγξομαι as fut. shall scream (581, 806). Epic 2 perf. κεκλήγοντες (557 D. 2, 700 D.). By-form κλαγγάνω. Mainly poetic. (III.) (Attic) LSJ

κλαίω weep (for κλαιϝω from κλαϝ-[ιγλιδε]ω: κλαυ-, κλαϝ-, κλαι-, κλαιε-), κλά̄ω in prose (not contracted, 520): κλαιήσω or κλᾱήσω (κλαύσομαι shall suffer for it), ἔκλαυσα. Poetic are κλαυσοῦμαι (540), κέκλαυμαι, κέκλαυσμαι, κλαυτός, κλαυστός (?). The MSS. have κλαίω in Xen. usu., κλά̄ω in Aristoph. (III.) (Attic) LSJ

κλάω break, in prose W. ἀνά, ἀπό, ἐπί, κατά, πρός, σύν: -έκλασα (488 a), -κέκλασμαι (489 c), -εκλάσθην, ἀνα-κλασθήσομαι Aristotle. (Attic) LSJ

κλείω shut (Older Att. κλῄω): κλείσω and κλῄσω, ἔκλεισα and ἔκλῃσα, ἀποκέκλῃκα, κέκλειμαι and κέκλῃμαι (κέκλεισμαι has some support), ἐκλείσθην and ἐκλῄσθην (489 e), κλειστός and κλῃστός. κληΐω is Ion. (Attic) LSJ

κλέπ-τω (κλεπ-, κλοπ-) steal: κλέψω (less often κλέψομαι), ἔκλεψα, κέκλοφα, κέκλεμμαι, 2 aor. pass. ἐκλάπην, κλεπτός, -τέος. 1 aor. pass. ἐκλέφθην Ion. and poetic. (II.) (Attic) LSJ

κλῄζω celebrate in song: κλῄσω, ἔκλῃσα (Dor. ἐκλέϊξα from κλεΐζω). Poetic. 512. (III.) LSJ

κλί̄νω (κλι-ν-) bend, usu. comp. W. κατά: -κλινῶ, ἔκλῑνα, κε´κλικα late, κέκλιμαι (491), 2 aor. pass. -εκλίνην, 2 fut. pass. -κλινήσομαι, 1 aor. pass. ἐκλίθην poetic, ἐκλίνθην Epic, poetic, ἀπο-κλιτέος Aristotle. (III.) (Attic) LSJ

κλύω hear: imperf. ἔκλυον is an old 2 aor. from an assumed pres. κλεύω; 2 aor. imper., without thematic vowel, κλῦθι and (Epic) κέκλυθι; perf. κέκλυκα rare; part. κλύμενος as adj. famous = κλυτός. Poetic. LSJ

κναίω scratch, usu. comp. W. διά: -κναίσω Eur., -έκναισα, -κέκναικα, -κέκναισμαι (489 c), -εκναίσθην, -κναισθήσομαι. (Attic) LSJ

*κνάω (κνῶ) scrape (κνα-, κνη-) (on pres. contraction κνῇς, κνῇ, etc. see 394, 641) often comp. W. κατά: κνήσω Hippocr., ἔκνησα, -κέκνησμαι (489 c), -εκνήσθην. Cp. κναίω. (Attic) LSJ

κοιλαίνω (κοιλ-αν-) hollow: κοιλανῶ, ἐκοίλᾱνα (544 a), κεκοίλασμαι (489 h) and ἐκοιλάνθην Hippocr. (III. IV.) (Attic) LSJ

κομίζω (κομιδ-) care for: κομιῶ, ἐκόμισα, κεκόμικα, κεκόμισμαι (usu. mid.), ἐκομίσθην, κομισθήσομαι, κομιστέος. (III.) (Attic) LSJ

κόπ-τω (κοπ-) cut, usu. in comp. in prose: κόψω, ἔκοψα, -κέκοφα (διά, ἐξ, σύν, etc.), κέκομμαι, 2 aor. pass. -εκόπην (ἀπό, περί), 2 fut. pass. -κοπήσομαι, fut. perf. -κεκόψομαι, κοπτός. Hom. has 2 perf. part. κεκοπώς. (II.) (Attic) LSJ

κορέν-νῡμι (κορε- for κορεσ-) satiate: fut. κορέω Hom., κορέσω Hdt., aor. ἐκόρεσα poetic, 2 perf. part. κεκορηώς satisfied Epic, perf. mid. κεκόρεσμαι (489 c) Xen., κεκόρημαι Ion., poetic, aor. pass. ἐκορέσθην poetic (489 g) ἀ-κόρητος and ἀ-κόρε(σ)τος insatiate, both poetic. Ion. and poetic, rare in prose. (IV.) LSJ

κορύσσω (κορυθ-) arm with the helmet, arm: act. only pres. and imperf. Hom. aor. part. κορυσσάμενος, perf. part. κεκορυθμένος. Poetic, mostly Epic. (III.) LSJ

κοτέω am angry: ἐκόετσα (-άμην) and κεκοτηώς Epic. LSJ

κρά̄ζω (κρᾱγ-, κραγ-) cry out: 2 aor. ἔκραγον, 2 perf. κέκρᾱγα as pres. (imper. 698, 704 e), fut. perf. as fut. κεκρά̄ξομαι shall cry out (581, 806). By-form κραυγάζω. (III.) (Attic) LSJ

κραίνω (κραν-) accomplish: κρανῶ, ἔκρᾱνα, perf. 3 s. and pl. κέκρανται, ἐκράνθην, κρανθήσομαι, ἄ-κραντος. Epic by-form κραιαίνω (κρᾱαίνω?): ἐκρήηνα (ἐκρά̄ηνα ?), perf. 3 s. κεκρά̄ανται, plup. κεκρά̄αντο, aor. pass. ἐκρά̄ανθεν Theocr., ἀ-κρά̄αντος. Poetic. (III.) LSJ

κρέμα-μαι (κρεμα-) hang, intrans., used as pass. of κρεμάννῡμι. Pres. inflected as ἵσταμαι (subj. κρέμωμαι, opt. κρεμαίμην, 749 b, 750 b), κρεμήσομαι. Cp. κρίμνημι and κρεμάννῡμι. (Attic) LSJ

κρεμάν-νῡμι (κρεμα-, 729) hang, trans.: κρεμῶ, ἐκρέμασα, ἐκρεμάσθην, κρεμαστός. Mid. intrans. see κρέμαμαι. Fut. κρεμάσω Comic poets, κρεμόω Epic. (IV.) (Attic) LSJ

κρίζω (κρικ- or κριγ-) creak: 2 aor. Epic κρίκε (v. 1. κρίγε), 2 perf. κέκρῑγα Aristoph. (III.) (Attic) LSJ

κρίμ-νημι (κριμ-νη-, κριμ-να-) often miswritten κρήμνημι, hang, trans., rare in act. Mid. κρίμναμαι am suspended = κρέμαμαι. Poetic. (IV.) (Attic) LSJ

κρί̄νω (κρι-ν-) judge: κρινῶ, ἔκρῑνα, κέκρικα (491), κέκριμαι, ἐκρίθην (ἐκρίνθην Epic, 491), κριθήσομαι (κρινοῦμαι rarely pass., 809), κριτέος, κριτός poetic. (III.) (Attic) LSJ

κρούω beat: κρούσω, ἔκρουσα, -κέκρουκα, -κέκρουμαι and -κέκρουσμαι (489 g), -εκρούσθην, κρουστέος. (Attic) LSJ

κρύπ-τω (κρυφ-) hide: κρύψω (prose W. ἀπό, κατά), ἔκρυψα, κέκρυμμαι (prose W. ἀπό), ἐκρύφθην, κρυπτός, κρυπτέος poetic. Poetic 2 aor. pass. ἐκρύφην is rare (Soph.), κεκρύψομαι Hippocr. (II.) (Attic) LSJ

κτάομαι acquire. κτήσομαι, ἐκτησάμην, κέκτημαι (442 N.) possess (subj. κεκτῶμαι, -ῇ, -ῇται, 709; opt. κεκτῄμην, -ῇο, -ῇτο, 711; doubtful are κεκτῴμην, -ῷο, -ῷτο); fut. perf. κεκτήσομαι shall possess (581); ἐκτήθην pass.; κτητός, -τέος. Aor. mid. ἐκτησάμην usu. = have possessed. Ion. perf. mid. ἔκτημαι (442 D.) and fut. perf. ἐκτήσομαι shall possess (both in Plato). (Attic) LSJ

κτείνω (κτεν-, κτον-, κτα-ν-, 478, 480) kill, in prose usually comp. W. ἀπό, in poetry W. κατά; ἀπο-κτείνω: κτενῶ, ἔκτεινα, 2 perf. ἀπ-έκτονα. Ion. fut. κτενέω (κτανέω from κταίνω). Poetic 2 aor. ἔκτανον and ἔκταν (551 D.); subj. κτέωμεν MSS. χ 216, inf. κτάμεναι, part. κτά̄ς; mid. ἐκτάμην was killed (687). Epic aor. pass. ἐκτάθην. In Att. prose ἀπο-θνῄσκω is generally used as the pass. of ἀπο-κτείνω. By-forms ἀπο-κτείνῡμι and ἀπο-κτεινύω (sometimes written κτείννῡμι, -ύω, κτί̄ννῡμι, -ύω, 733). (III.) (Attic) LSJ

κτίζω found: κτίσω, ἔκτισα, ἔκτισμαι Pind., ἐκτίσθην, ἐΰ-κτιτος poetic. Epic 2 aor. mid. part. κτίμενος (κτι-) as pass., founded. 512. (III.) (Attic) LSJ

κτυπέω (κτυπ-, κτυπε-, 485) sound: ἐκτύπησα, 2 aor. ἔκτυπον Hom. (546 D). Poetic. LSJ

κῡδαίνω (κῡδ-αν-) honor: ἐκύ̄δηνα Epic. Hom. has also κῡδάνω and κῡδιάω. 523 h. (III. IV.) LSJ

κυέω (κυ-, κυε-, 485) am pregnant: ἐκύησα conceived, κεκύηκα. Fut. κυήσω Hippocr., aor. pass. ἐπ-εκυήθην Aristotle. Mid. bring forth. Connected forms are κύω (usu. poetic): ἔκῡσα impregnated Aesch. (κῡσαμένη being pregnant), caus. κυΐσκω impregnate and conceive, κυΐσκομαι conceive. (Attic) LSJ

κυλίνδω and κυλινδέω, later κυλί̄ω, roll: ἐκύλῑσα, κατα-κεκύλῑσμαι (489 c), ἐκυλί̄σθην, ἐκ-κυλῑσθήσομαι, κυλῑστός. From ἐκύλῑσα (= ἐκυλινδσα) the pres. κυλί̄ω was formed. Connected is καλινδέομαι. (Attic) LSJ

κυ-νέ-ω (κυ-) kiss: κυνήσομαι (?), ἔκυσα. Poetic. προσ-κυνέω render homage to: προσ-κυνήσω, προσ-εκύνησα (προσ-έκυσα poetic). (IV.) (Attic) LSJ

κύπ-τω (κυφ-, cp. κύβδα; or κῡφ-, cp. κῡφός) stoop: ἀνα-κύψομαι (806), ἔκυψα, κέκῡφα. If the verb-stem is κῡφ- the υ is long in all forms. (II.) (Attic) LSJ

κυρέω (κυρ-, κυρε-, 485) meet, happen is regular (poetic and Ion.). κύ̄ρω (κυρ-) = κυρέω is mainly poetic: κύρσω (536), ἔκυρσα. (III.) LSJ

κωκύ̄ω (500, 1. a) lament: κωκύ̄σω Aesch., κωκύ̄σομαι (806) Aristoph., ἐκώκῡσα poetic. LSJ

κωλύ̄ω hinder: regular, but (rare) fut. mid. κωλύ̄σομαι as pass. (808) T. 1. 142. (Attic) LSJ


The National Endowment for the Humanities provided support for entering this text.
XML for this text provided by Trustees of Tufts UniversityMedford, MAPerseus Project