Up: Appendix: List of Verbs Previous: Verbs beginning with ρ Next: Verbs beginning with τ
σαίνω (σαν-) fawn upon: ἔσηνα. Poetic, prob. also in prose. (III.) LSJ
σαίρω (σηρ-, σαρ-) sweep: 2 perf. σέσηρα grin: ἔσηρα Soph. (III.) (Attic) LSJ
σαλπίζω (σαλπιγγ-) sound the trumpet: ἐσάλπιγξα (also ἐσάλπιξα?). (III.) (Attic) LSJ
σαόω (cp. σαϝος safe) save: σαώσω, ἐσάωσα, ἐσαώθην. Epic and poetic (but not Att.). Epic pres. subj. σόῃς, σόῃ, σόωσι, which editors change to σαῷς (σάῳς, σαοῖς, σοῷς), σαῷ (σάῳ, σαοῖ, σοῷ), σαῶσι (σάωσι, σόωσι). For σάω pres. imper. and 3 s. imperf. editors usu. read σάου (= σαο-ε), but some derive the form from Aeolic σάωμι. Cp. σῴζω. (Attic) LSJ
σάττω (σαγ-) pack, load: ἕσαξα, σέσαγμαι. (III.) (Attic) LSJ
σάω sift: ἔσησα, σέσησμαι. New Ion. Here belong perf. ἔττημαι and διαττάω Att. for δια-σσάω. LSJ
σβέν-νῡμι (σβε- for σβεσ-, 523 f. N. 1) extinguish, usu. comp. W. ἀπό or κατά: σβέσω, ἔσβεσα, ἔσβηκα intrans. have gone out, ἐσβέσθην (489 c), 2 aor. pass. ἔσβην intrans. went out (415, 756 a), σβήσομαι, ἔσβεσμαι Aristotle. 819. (IV.) (Attic) LSJ
σέβω revere, usu. σέβομαι: aor. pass. as act. ἐσέφθην, σεπτός Aesch. (Attic) LSJ
σείω shake: σείσω, ἔσεισα, σέσεικα, σέσεισμαι (489 c), ἐσείσθην, σειστός. (Attic) LSJ
σεύω (σευ-, συ-) urge, drive on, mid. rush: ἔσσευα (543 a. D.) and σεῦα, ἔσσυμαι as pres. hasten, ἐσ(σ)ύθην rushed, 2 aor. mid. ἐσ(σ)ύμην rushed (ἔσσυο, ἔσσυτο or σύτο, σύμενος, 688), ἐπί-σσυτος Aesch. Mostly poetic, esp. tragic. Here belongs ἀπ-εσσύᾱ (or ἀπ-έσσουα) he is gone in Xen. Probably from σοίομαι (σόος, σοῦς motion), or from σόομαι, come dramatic σοῦμαι (Doric σῶμαι), σοῦσθε (ind. and imper.), σοῦνται, σοῦ, σούσθω. For σεῦται (S. Trach. 645), often regarded as from a form σεῦμαι, σοῦται may be read. LSJ
σημαίνω (σημαν-, cp. σῆμα sign) show: σημανῶ, ἐσήμηνα (ἐσήμᾱνα not good Att. though in MSS. of Xen.), σεσήμασμαι (489 h), ἐσημάνθην, ἐπι-σημανθήσομαι, ἀ-σήμαντος Hom., ἐπι-σημαντέος Aristotle. (III.) (Attic) LSJ
σήπω (σηπ-, σαπ-) cause to rot: 2 perf. σέσηπα am rotten, 2 aor. pass. ἐσάπην rotted as intrans., 2 fut. pass. κατα-σαπήσομαι. σήψω Aesch., σέσημμαι Aristotle, σηπτός Aristotle. 819. (Attic) LSJ
σῑγάω am silent: σῑγήσομαι (806), ἐσί̄γησα, σεσί̄γηκα, σεσί̄γημαι, ἐσῑγήθην, σῑγηθήσομαι, fut. perf. σεσῑγήσομαι, σῑγητέος poetic. (Attic) LSJ
σί̄νομαι (σιν-) injure, very rare in Att. prose: σῑνήσομαι (?) Hippocr., ἐσῑνάμην Hdt. (III.) LSJ
σιωπάω am silent: σιωπήσομαι (806), ἐσιώπησα, σεσιώπηκα, ἐσιωπήθην, σιωπηθήσομαι, σιωπητέος. (Attic) LSJ
σκάπ-τω (σκαφ-) dig, often comp. W. κατά: σκάψω, -έσκαψα, 2 perf. -έσκαφα, ἔσκαμμαι, 2 aor. pass. -εσκάφην. (II.) (Attic) LSJ
σκεδάν-νῡμι (σκεδα-), rarely σκεδαννύω, scatter, often comp. W. ἀπό, διά, κατά: -σκεδῶ (539 c), -εσκέδασα, ἐσκέδασμαι (489 c), ἐσκεδάσθην, σκεδαστός. Fut. σκεδάσω poetic. By-forms: Epic κεδάννῡμι: ἐκέδασσα, ἐκεδάσθην; mainly poetic and Ion. σκίδ-νημι and σκίδ-ναμαι; poetic and Ion. κίδ-νημι and κίδ-ναμαι. (IV.) (Attic) LSJ
σκέλλω (σκελ-, σκλη-) dry up: pres. late, Epic aor. ἔσκηλα (σκαλ-; as if from σκάλλω) made dry, 2 aor. intrans. ἀπ-έσκλην (687) Aristoph., ἔσκληκα am dried up Ion. and Doric. (III.) LSJ
σκέπ-τομαι (σκεπ-) view: σκέψομαι, ἐσκεψάμην, ἔσκεμμαι (sometimes pass.), fut. perf. ἐσκέψομαι, pass. σκεπτέος. For pres. and imperf. (Epic, poetic, and New Ion.) Att. gen. uses σκοπῶ, ἐσκόπουν, σκοποῦμαι, ἐσκοπούμην. Aor. pass. ἐσκέφθην Hippocr. (II.) (Attic) LSJ
σκήπ-τω (σκηπ-) prop, gen. comp. W. ἐπί in prose: -σκήψω, -έσκηψα, -έσκημμαι, -εσκήφθην. By-form σκίμπτω Pind., Hippocr. (II.) (Attic) LSJ
σκίδ-νημι (σκιδ-νη-, σκιδ-να-) σκίδ-ναμαι scatter: mainly poetic for σκεδάννῡμι. (IV.) (Attic) LSJ
σκοπέω view: good Att. uses only pres. and imperf. act. and mid., other tenses are supplied from σκέπτομαι. σκοπήσω, etc., are post-classical. (Attic) LSJ
σκώπ-τω (σκωπ-) jeer: σκώψομαι (806), ἔσκωψα, ἐσκώφθην. (II.) (Attic) LSJ
*σμάω (σμῶ) smear (σμα-, σμη-, 394, 641) Ion., Comic: pres. σμῇς, σμῇ, σμῆται, etc., ἔσμησα, ἐσμησάμην Hdt. By-form σμήχω chiefly Ion.: ἔσμηξα, διεσμήχθην (?) Aristoph., νεό-σμηκτος Hom. (Attic) LSJ
σοῦμαι hasten: see σεύω. LSJ
σπάω (σπα- for σπασ-) draw, often W. ἀνά, ἀπό, διά, κατά: -σπάσω (488 a), ἔσπασα, ἀν-έσπακα, ἔσπασμαι, -εσπάσθην, δια-σπαθήσομαι, ἀντί-σπαστος Soph., ἀντι-σπαστέος Hippocr. (Attic) LSJ
σπείρω (σπερ-, σπαρ-) sow: σπερῶ, ἔσπειρα, ἔσπαρμαι, 2 aor. pass. ἐσπάρην, σπαρτός Soph. (III.) (Attic) LSJ
σπένδω pour libation, σπένδομαι make a treaty: κατα-σπείσω (for σπενδ-σω 100), ἔσπεισα, ἔσπεισμαι. (Attic) LSJ
σπουδάζω am eager: σπουδάσομαι (806), ἐσπούδασα, ἐσπούδακα, ἐσπούδασμαι, σπουδαστός, -τέος. 512. (III.) (Attic) LSJ
στάζω (σταγ-) drop: ἔσταξα, ἐν-έσταγμαι, ἐπ-εστάχθην, στακτός. Fut. στάσω late, σταξεῦμαι Theocr. Ion. and poetic, rare in prose. (III.) (Attic) LSJ
στείβω (στειβ-) tread, usu. only pres. and imperf.: κατ-έστειψα, στειπτός. Poetic. From στιβε-, or from a by-form στιβέω, comes ἐστίβημαι Soph. LSJ
στείχω (στειχ-, στιχ-) go: περι-έστειξα, 2 aor. ἔστιχον. Poetic, Ion. LSJ
στέλλω (στελ-, σταλ-) send, in prose often comp. W. ἀπό or ἐπί: στελῶ poetic, ἔστειλα, -έσταλκα, ἔσταλμαι, 2 aor. pass. ἐστάλην, -σταλήσομαι. (III.) (Attic) LSJ
στενάζω (στεναγ-) groan, often comp. W. ἀνά: -στενάξω poetic, ἐστέναξα, στενα- κτός and -τέος poetic. By-forms: Epic and poetic στενάχω, Epic στεναχιζω, poetic στοναχέω, mainly Epic and poetic στένω. (Attic) LSJ
στέργω (στεργ-, στοργ-) love: στέρξω, ἔστερξα, 2 perf. ἔστοργα Hdt., στερκτίος, στερκτός Soph. (Attic) LSJ
στερέω (usu. ἀπο-στερέω in prose) deprive: στερήσω, ἐστέρησα, -εστέρηκα, ἐστέρημαι, ἐστερήθην. Aor. ἐστέρεσα Epic, 2 aor. pass. ἐστέρην poetic. Pres. mid. ἀπο-στεροῦμαι sometimes = am deprived of; στερήσομαι may be fut. mid. or pass. (809). Connected forms: στερίσκω deprive (rare in pres. except in mid.) and στέρομαι have been deprived of, am without W. perf. force, 528, 1887. (Attic) LSJ
στευ- in στεῦται, στεῦνται, στεῦτο affirm, pledge one's self, threaten. Poetic, mainly Epic. LSJ
στίζω (στιγ-) prick: στίξω, ἔστιγμαι. ἔστιξα Hdt., στικτός Soph. (III.) (Attic) LSJ
στόρ-νῡμι (στορ-, στορε-) spread out, in prose often W. κατά, παρά, σύν, ὑπό (in prose usu. στρώννῡμι): παρα-στορῶ Aristoph., ἐστόρεσα, κατ-εστορέσθην Hippocr. (489 e). Fut. στορέσω in late poetry (στορεσῶ Theocr.). (IV.) (Attic) LSJ
στρέφω (στρεφ-, στροφ-, στραφ-) turn, often in comp. in prose W. ἀνά, ἀπό, διά, etc.: -στρέψω, ἔστρεψα, ἔστραμμαι, ἐστρέφθην (in prose only στρεφθῶ, στρεφθείς), usu. 2 aor. pass. as intrans. ἐστράφην, ἀνα-στραφήσομαι, στρεπτός. Prose has κατ-εστρεψάμην. 2 perf. ἀν-έστροφα trans. is doubtful (Comic), aor. pass. ἐστράφθην Doric, Ion. (Attic) LSJ
στρών-νῡμι (στρω-) spread out: ὑπο-στρώσω, ἔστρωσα Tragic, Hdt., ἔστρωμαι, στρωτός poetic. Cp. στόρνῡμι. (IV.) (Attic) LSJ
στυγέω (στυγ-, στυγε-, 485) hate: ἐστύγησα (ἔστυξα Hom. made hateful), 2 aor. κατ-έστυγον Epic (546 D.), ἀπ-εστύγηκα Hdt., ἐστυγήθην, fut. mid. στυγήσομαι as pass. (808), στυγητός. Ion. and poetic. LSJ
στυφελίζω (στυφελιγ-) dash: ἐστυφέλιξα. Mostly Epic and Hippocr. (III.) LSJ
σῡρίττω (σῡριγγ-) pipe, whistle: ἐσύ̄ριξα. By-form σῡρίζω. (III.) (Attic) LSJ
σύ̄ρω (συρ-) draw, in comp. in prose esp. W. ἀπό, διά, ἐπί: -έσῡρα, -σέσυρκα, -σέσυρμαι and -συρτέος Aristotle. (III.) (Attic) LSJ
σφάλλω (σφαλ-) trip up, deceive: σφαλῶ, ἔσφηλα, ἔσφαλμαι, 2 aor. pass. ἐσφάλην, σφαλήσομαι. (III.) (Attic) LSJ
σφάττω (σφαγ-) slay, often in comp. W. ἀπό, κατά: σφάξω, ἔσφαξα, ἔσφαγμαι, 2 aor. pass. -εσφάγην, -σφαγήσομαι, ἐσφάχθην Ion., poetic, σφακτός poetic. By-form σφάζω (so always in Trag.). 516. (III.) (Attic) LSJ
σχάζω cut open, let go: ἀπο-σχάσω, ἔσχασα Trag. (ἐσχασάμην Comic), ἐσχάσθην Hippocr. From σχάω comes imperf. ἔσχων Aristoph. 512. (III.) (Attic) LSJ
σχεθεῖν: see ἔχω. (Attic) LSJ
σῴζω (σω- and σωι-, σῶς safe), later σώζω, save; many forms come from σαόω: σώσω (from σαώσω) and σωῶ (Att. inscr.), ἔσωσα (from ἐσάωσα W. recessive acc.) and ἔσῳσα (Att. inscr.), σέσωκα (from *σεσάωκα) and σέσῳκα (?), σέσωμαι rare (from *σεσάωμαι) and σέσῳσμαι (MSS. σέσωσμαι), ἐσώθην (from ἐσαώθην), σωθήσομαι, σῳστέος (MSS. σωστέος). By-forms: Epic σώω (cp. σῶς) and σαόω (cp. σάος), q.v. 512. (III.) (Attic) LSJ